- εννεακαιδεκάς
- ἐννεακαιδεκάς, η (AM)εννεακαιδεκαετηρίςπερίοδος δεκαεννέα ετών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐννεακαιδεκάδες — ἐννεακαιδεκάς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννεακαιδεκάδος — ἐννεακαιδεκάς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννεακαιδεκάσι — ἐννεακαιδεκάς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)